- γοργώψ
- γοργώψ (-ῶπος), ο, η (θηλ. και γοργώπις, η) (Α)1. ο γοργωπός2. θηλ. γοργῶπις, ηεπίθετο τής Αθηνάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + -ωψ, -ωπός < ωψ (ωπός) «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. γλαυκώψ και για το θηλ. πρβλ. γλαυκώπις, ελικώπις, ευώπις κ.α)].
Dictionary of Greek. 2013.